- τουμπεκί
- το, Ν1. βοτ. κοινή ονομασία τού είδους καπνού Νicotiana rustica το οποίο καλλιεργείται σε περιορισμένη κλίμακα στην Τουρκία, στην Ελλάδα, στην πρώην ΕΣΣΔ, στην Πολωνία και στην Ινδία2. φύλλα τού καπνού αυτού, ειδικά παρασκευασμένα και ψιλοκομμένα για να χρησιμοποιηθούν σε ναργιλέ3. φρ. «κάνω τουμπεκί» — αναγκάζομαι να σωπάσω, σωπαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tombaki].
Dictionary of Greek. 2013.